Η δράση του Κιοπρουλή αρχίζει ουσιαστικά το ΠΑΣΧΑ άνοιξη του 1667, όταν έφτασαν από την Πελοπόννησο 64 πολεμικές γαλέρες με 40.000 Τούρκους πολεμιστές. Από την εποχή αυτή ο Χάνδακας βρίσκεται στην επιθανάτια αγωνία του με τους καθημερινούς ανελέητους βομβαρδισμούς που καταστρέφουν τα πάντα και ενσπείρουν τον πανικό στους πολιορκημένους.
Ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής μας δίνει την εικόνα της φρίκης, με τους ακόλουθους χαρακτηριστικούς στίχους:
Βροχή τσὶ πέτρες ρίχνει μου, τσὶ μπάλες σαν χαλάζι
ἀστροπελέκι λουμπαρδιὲς καὶ να μηδὲν σκολάζη.
Αφάνισέ μου τσ' έκκλησιές, τσὶ πύργους εἶχε ρίξει,
ώσάν σιφούνι έτρεχε να μὲ καταρουφήξη.
Άνθρωπος δὲν ἐπήγαινε στὸ σπίτι να κοιμάται
οὐδὲ ποθὲς να προπατῆ καὶ νὰ μηδὲν φοβάται.
Όλη θλιμμένη βρίσκομαι, γιατί 'μαι στολισμένη
κορμιά νεκρά χριστιανῶ καὶ κατάματωμένη'
κορμιά ἐθώριες ξαπλωτὰ κομμάτια καμωμένα,
κεφάλια, χέρια καὶ μερὰ κι ήτονε χωρισμένα...